Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑυμὸς ὀξύς

См. также в других словарях:

  • θυμώδης — (I) θυμώδης, ες (Α) [θύμον] αυτός που μοιάζει με το θυμάρι. (II) ες (ΑΜ θυμώδης) [θυμός] ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς, οργίλος, ευερέθιστος μσν. 1. οξύς, ορμητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμῶδες η ἔξαψη αρχ. (για ζώα) άγριος, ατίθασος, δυσήνιος.… …   Dictionary of Greek

  • οξυθυμία — η (Α ὀξυθυμία) [οξύθυμος] η ιδιότητα τού οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία αρχ. 1. αιφνίδιος, οξύς θυμός 2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού 3. ερεθισμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»